- άμυνα, κοινωνική
- Ο όρος κ.ά. δηλώνει, στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, την εκδοχή εκείνη της ποινικής λειτουργίας κατά την οποία το κράτος και η ποινή θα πρέπει να προσαρμόζονται όχι προς την αντικειμενική φύση του εγκληματικού γεγονότος (και την ατομική ευθύνη του δράστη που πηγάζει από αυτό), αλλά προς κριτήρια πρόληψης του εγκλήματος και κοινωνικής αναδιαπαιδαγώγησης του εγκληματία. Σύμφωνα με αυτή την έννοια, επιβεβαιώνεται η αντίληψη σχετικά με την κ.ά. κατά του εγκλήματος, που υποστήριξε η θετική εγκληματολογική σχολή. Αντιδρώντας κατά της ποινικής θεωρίας της κλασικής σχολής, η οποία πάνω στα ίχνη της καθολικής σκέψης (άγιος Αυγουστίνος, άγιος Θωμάς) και των ιδεών του Καντ και του Χέγκελ,εκλάμβανετην ποινή ωςανταπόδοση της παράβασης (punitur quia peccatum est), η θετική σχολή υποστηρίζει ότι πρέπει να ερευνηθούν οι κοινωνικές αιτίες του εγκλήματος και η επίδραση της κοινωνίας στην προσωπικότητα του εγκληματία. Αφού αποκλειστεί η βουλητική ελευθερία, το πρόβλημα της τιμωρίας μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρόβλημα πρόληψης της εγκληματικότητας και αποκατάστασης του δράστη, με σκοπό την προστασία της κοινωνίας από μεταγενέστερες παραβάσεις (unitur ne peccetur). Παρ’ όλα αυτά, κεντρικό ζήτημα της ποινικής πολιτικής γίνεται η εξατομίκευση των ποινών και τελικά η αντικατάστασή τους με πιο πρόσφορα μέσα για να κάνουν ακίνδυνο τον εγκληματία και να τον αναπροσαρμόσουν στην ελεύθερη κοινωνική ζωή. Στην έννοια της κ.ά. προστίθεται έτσι το σύστημα των μέσων ασφάλειας, το οποίο έχει εισαχθεί σε μεγάλη έκταση στη σύγχρονη ποινική νομοθεσία. Η σπουδαιότητα του προβλήματος της κ.ά. έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, που ίδρυσε στους κόλπους του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου ένα ειδικό τμήμα κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.